Θέμιστ'

Θέμιστ'
Θέμιστα , Θέμις
that which is laid down
fem acc sg (epic)
Θέμιστι , Θέμις
that which is laid down
fem dat sg (epic)
Θέμιστι , Θέμιστις
fem voc sg
Θέμιστε , Θέμιστος
masc voc sg
Θέμισται , Θεμίστη
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θεμίστ' — Θεμίστᾱͅ , Θεμίστη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμίστ' — θεμιστά , θεμιστός oracular neut nom/voc/acc pl θεμιστά̱ , θεμιστός oracular fem nom/voc/acc dual θεμιστά̱ , θεμιστός oracular fem nom/voc sg (doric aeolic) θεμιστέ , θεμιστός oracular masc voc sg θεμισταί , θεμιστός oracular fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμιστ' — θέμιστα , θέμις that which is laid down fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • εναστράπτω — ἐναστράπτω (AM) μσν. αστράφτω, λάμπω, ακτινοβολώ αρχ. φέγγω μέσα σε κάτι («ἐγκατοικεῑ δέ πραότης, ἐναστράπτει δικαιοσύνη», Θεμίστ.) …   Dictionary of Greek

  • ενιδρύω — (AM ἐνιδρύω) ιδρύω σ έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.) μσν. εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.) αρχ. 1. μέσ. ενιδρύομαι χτίζω,… …   Dictionary of Greek

  • επαγόρευσις — ἐπαγόρευσις, η (Α) επικήδειος ή επιτάφιος λόγος («φιλεῑ μὴ δέχεσθαι μῆκος ἤ τοιάδε ἐπαγόρευσις», Θεμίστ.) …   Dictionary of Greek

  • επαχλύω — ἐπαχλύω (AM) 1. σκεπάζομαι από αχλύ, σκοτεινιάζω 2. (μτβ.) μαυρίζω, συσκοτίζω («ἐπαχλύεται ο λογισμός ὑπό τινος πάθους», Θεμιστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αχλύω «είμαι ή γίνομαι σκοτεινός»] …   Dictionary of Greek

  • θεμίστιος — (Παφλαγονία 317; – Κωνσταντινούπολη 388). Βυζαντινός φιλόσοφος και ρήτορας. Δίδαξε φιλοσοφία και ρητορική στην Κωνσταντινούπολη για σαράντα χρόνια, διετέλεσε παιδαγωγός και πολιτικός σύμβουλος αυτοκρατόρων (Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”